Posted on September 24, 2019

Θάνατος στη Βενετία, του Τόμας Μανν

Αγόρασα το βιβλίο πρόσφατα σε ένα μπαζάρ. Μαζί με αυτό, απέκτησα και Τα Αμερικανικά Μαθήματα του Ιταλό Καλβίνο: έξι προτάσεις για τη νέα χιλιετία (σχετικά με τη λογοτεχνία).

Αυτό το δεύτερο βιβλίο μου κόλλησε το μικρόβιο της σπουδής των λέξεων, των εννοιών και των αντικειμένων στα λογοτεχνικά έργα.

“Νεούδι” στη συγγραφή, νοιώθω πως σπουδάζω ξανά κάποια μεγάλη επιστήμη και τέχνη μαζί.

Προφανώς και δεν θα δοκιμάσω να γράψω κάποια εκτεταμένη άποψη για τον Θάνατο στη Βενετία.

Το βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα και ο Τόμας Μανν είναι συγγραφέας που έχει τιμηθεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Διάλεξα όμως μερικά αποσπάσματα που θα ήθελα και η ίδια να κρατήσω κάπου ως ενθύμιο και υπενθύμιση μαζί. Κάποιες ελάχιστες σημειώσεις που θα συμπληρώνω σε κάθε απόσπασμα εξυπηρετούν προσωπική ανάγκη.

 

“Οι σύγχρονοι του καλλιτέχνη δεν ξέρουν για ποιο λόγο χαρίζουν τη δόξα σ’ ένα έργο τέχνης. Αγνοώντας τον πραγματικό λόγο, νομίζουν, πως είναι γιατί ανακαλύπτουν σ΄αυτό εκατοντάδες προτερήματα, για να υπογραμμίσουν έτσι και τη δική τους συμμετοχή. Ο πραγματικός όμως λόγος της επιδοκιμασίας τους είναι κάτι το αστάθμητο: Είναι η συμπάθεια.”

  • Όπως θα φανεί στη συνέχεια αυτού του αποσπάσματος, ο συγγραφέας εννοεί συμπάθεια προς τους χαρακτήρες του έργου και όχι προς τον ίδιο.

 

 

“Μόνο ένας αδιόρθωτος μποέμ γελάει και ειρωνεύεται, όταν κάποιος προικισμένος με ταλέντο ξεπερνάει το στάδιο του ξένοιαστου αρχάριου και αποκτώντας συνείδηση της αξίας του, υποχρεώνει και τον κόσμο να την αναγνωρίσει και να την τιμήσει, ενώ συγχρόνως τυλίγεται μ’ ένα λαμπρό μανδύα για να κρύψει τους σκληρούς αγώνες του και τη μοναξιά του. Αληθινά, πόση δραματική ηθοποιία, πείσμα και απόλαυση για τον ίδιο τον καλλιτέχνη, δεν περικλείει ο ρόλος του αναπτυσσόμενου ταλέντου! Με τον καιρό στον τρόπο εργασίας του Άσενμπαχ μπήκε κάτι το σχολαστικό και το επίσημο. Το στυλ του απογυμνώθηκε απ’ το πηγαίο, τις ασυγκράτητες τολμηρότητες, την πρωτοτυπία και την έξοχη λεπτότητα των συναισθηματικών αποχρώσεων που είχε στα πρώτα χρόνια και έγινε τώρα σταθερό, ευγενικό όπως το ‘θελε η παράδοση, συντηρητικό, αποφθεγματικό, μορφικά τελειωμένο”.

  • Μου έφερε στο μυαλό συζητήσεις που έχω κάνει σχετικά με την ταπεινοφροσύνη που συχνά ζητάται από τους χρήστες σχετικά με τα επιτεύγματά τους κι αυτή την εκφοβιστική απαίτηση για μιζέρια που συνήθως επιβάλλουν άνθρωποι που δεν προσπάθησαν ποτέ για τίποτα. Εάν κοπιάσατε για κάτι στην ζωή σας και πετύχατε το ελάχιστο ή το μέγιστο που σας γεμίζει υπερηφάνεια, να το δηλώνετε. Είναι δικαίωμα που κερδίσατε.
  • Ο συγγραφέας εδώ, δεν θεωρεί αριστούργημα και ταλέντο, κάτι μεγαλειώδες και ναρκισσιστικό. Εννοεί κάθε τι που αποκτήθηκε με κόπο κι αντί να υψωθεί αλαζονικά, υποχώρησε μπροστά στις νόρμες της αυτοπεποίθησης και όχι των συμβιβασμών.

 

 

“«Θα μείνω», σκέφτηκε ο Άσενμπαχ. «Πού αλλού θα ήταν καλύτερα;». Κι έχοντας διπλωμένα τα χέρια στην αγκαλιά του, άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην απεραντοσύνη της θάλασσας, να ξεγλιστρά, να θαμπώνεται και να θρυμματίζεται στο χάος του ατέλειωτου χρόνου”.

  • Εδώ έχουμε την απόδειξη πως δεν χρειάζεται να διαβάσουμε δέκα σελίδες περιγραφής και βαρετής αφήγησης για να χαθούμε σε μια στιγμή ανάπαυλας και ξεγνοιασιάς.

 

 

“Τούτη η ίδια βούληση δεν κυριαρχούσε και σ’ αυτόν, όταν γεμάτος φωτεινό πάθος, αποσπούσε απ’ τον μαρμάρινο όγκο της γλώσσας τη λυγερή μορφή που σχεδίαζε και την παρουσίαζε στους ανθρώπους σαν άγαλμα και καθρέφτη πνευματικής ομορφιάς; Άγαλμα και καθρέφτης!”

  • Πρώτη φορά αντιλήφθηκα πως ένα κείμενο είναι ένα γλυπτό στο οποίο καθρεφτιζόμαστε. Πιστεύω δε, πως σε αυτό το απόσπασμα κρύβεται όλη η σημασία της ερωτικής έλξης προς τον όμορφο Τάτζιο (σπόιλερ). Δεν έχει να κάνει με αναφορά στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Έχει να κάνει με το γεγονός πως ο Άσενμπαχ καθρεφτίζεται στα νιάτα του Τάτζιο. Σε αυτό συνηγορεί και η περιποίηση που επιτρέπει στον εαυτό του λίγο πριν το τέλος (κι άλλο σπόιλερ).

 

 

“Σίγουρα είναι καλό που ο κόσμος γνωρίζει μόνο το αριστούργημα και όχι τις πηγές, τις προϋποθέσεις και τα καθέκαστα της γέννησής του. Γιατί συχνά η γνωστοποίηση της πηγής απ΄όπου ο δημιουργός άντλησε την έμπνευσή του, μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση και παρεξήγηση του έργου και έτσι να καταστραφεί η εντύπωση της τελειότητας”.

  • Εντάξει, Τόμας Μανν. Ξεροκαταπίνω, σκύβω κεφάλι και δηλώνω πως έλαβα το μήνυμα.

 

 

“Δεν υπάρχει πιο παράξενο πράγμα και πιο δυσάρεστο απ΄τις σχέσεις των ανθρώπων που γνωρίζονται μόνο με τα μάτια, που καθημερινά, σχεδόν κάθε ώρα συναντιούνται, βλέπει ο ένας τον άλλον και ωστόσο δείχνουν, με το να μη μιλιούνται και να μη χαιρετιούνται, μια φαινομενική αδιαφορία. Και τούτο από την ανάγκη να κρατηθούν οι τύποι ή και ακόμα από δική τους παραξενιά. Ανάμεσά τους βασιλεύει μια ανησυχία και εκνευριστική περιέργεια, μια κατάσταση υστερική, που προέρχεται απ’ την ανικανοποίητη, αφύσικα καταπιεσμένη ανάγκη της γνωριμίας, της επικοινωνίας και συχνά από ένα μετέωρο σεβασμό.

Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και σέβεται τον συνάνθρωπο όσο δεν είναι σε θέση να τον κρίνει.

Κι η επιθυμία δεν είναι τίποτ’ άλλο από το αποτέλεσμα μιας ασυμπλήρωτης γνώσης”.